-
1 кожа
-и θ.1. δέρμα (ανθρώπου ή ζώου)• επιδερμίδα.2. γδαρμένο δέρμα ζώου, τομάρι. || κατεργασμένο δέρμα ζώου, πετσί.3. φλούδα καρπού•апельсин с толстой кожей πορτοκάλι χοντροφλούδικο.
εκφρ.чёртова кожа – είδος γερού βαμμπακερού υφάσματος•кожа да кости – πετσί και κόκκαλο (κάτισχνος)•ни -и ни рожи – ασχημομούρης και αδύνατος•из -и (вон) лезть (вылезти) – τρώγω τα λυσσακά μου, τα σίδερα (προσπαθώ παντί σθένει).